- γριλιάζω
- αμετ. покрываться морщинами, морщиться (тж. о лице); съёживаться;
γριλιάζουν τα νερά — вода покрывается рябью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γριλιάζουν τα νερά — вода покрывается рябью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γριλιάζω — [γρίλα] ζαρώνω, σουφρώνω … Dictionary of Greek
αγρίλιαστος — και αγος, η, ο [γριλιάζω] (για παράθυρα) αυτός που δεν έχει γρίλιες … Dictionary of Greek